- καπνεργατικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνεργάτη: Σύστησαν καπνεργατικό ταμείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπνεργατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους καπνεργάτες ή στην κατεργασία τών καπνών («καπνεργατικό ζήτημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνεργατικά τα έξοδα τής κατεργασίας τών καπνών … Dictionary of Greek
καπνεργατικά — τα βλ. καπνεργατικός … Dictionary of Greek